- союз
- -а α.1. ένωση•
братский союз народов η αδερφική ένωση των λαών•
советский союз Σοβιετική Ένωση.
|| συμμαχία•союз рабочих и крестьян συμμαχία εργατιάς και αγροτιάς•
священный союз Ιερή Συμμαχία•
военный союз στρατιωτική συμμαχία.
|| δεσμός•родственный συγγενικός δεσμός.
2. (για οργανώσεις) ένωση•профессиональный союз επαγγελματική ένωση•
союз писателей ένωση (σύλλογος) συγγραφέων.
3. (γραμμ.) ο σύνδεσμος.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.